πορθμῶν

πορθμῶν
πορθμός
ferry
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μπάφιν, Γουίλιαμ — (William Baffin, Λονδίνο 1584 – Ορμούζ, Περσικός Κόλπος 1622). Άγγλός εξερευνητής. Το 1615 εξερεύνησε τον Κόλπο Χάντσον και τις νότιες ακτές του νησιού Σαουθάμπτον, που βρίσκεται μπροστά στον κόλπο, προσπαθώντας να ανακαλύψει δίοδο προς ΝΔ· το… …   Dictionary of Greek

  • Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

  • εύριπος — Ονομασία πορθμών της αρχαιότητας. 1. Στενή θαλάσσια λωρίδα που χώριζε την Εύβοια από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ήταν πασίγνωστος για τα σπάνια παλιρροϊκά φαινόμενά του. Από το 411 π.Χ. κατασκευάστηκε εκεί ξύλινη γέφυρα μήκους 2 πλέθρων (60 μ.) που… …   Dictionary of Greek

  • πλοήγηση — η, Ν [πλοηγώ] 1. η διακυβέρνηση ενός πλοίου κατά την είσοδο και αγκυροβολία του στο λιμάνι, κατά την έξοδό του από αυτό ή κατά τον διάπλου πορθμών, διωρύγων και διαύλων, ενέργεια που γίνεται ή από τον πλοίαρχο, όταν πρόκειται για σχετικώς μικρά… …   Dictionary of Greek

  • Δυτική Ελλάδα — Διοικητική περιφέρεια (11.350 τ. χλμ., 740.506 κάτ.) της Ελλάδας. Περιλαμβάνει τους νομούς Αχαΐας, Ηλείας και Αιτωλοακαρνανίας, δηλαδή τις περιοχές που αποτελούν τον κύριο κορμό της Δ.Ε. Η πληθυσμιακή της πυκνότητα (65 κάτ./τ. χλμ. το 2001) είναι …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • Κβάρκεν — (Kvarken). Ονομασία τεσσάρων πορθμών της Βαλτικής θάλασσας. Ο Βόρειος Κ. αποτελεί το κεντρικό και στενότερο τμήμα του Βοθνιακού κόλπου (75 χλμ.), στο ύψος της φιλανδικής πόλης Βάαζα, και χωρίζεται από ένα σύμπλεγμα νησιών σε Ανατολικό και Δυτικό… …   Dictionary of Greek

  • Λάπτεφ, θάλασσα — (Laptev, ρωσ. More Laptevykh). Θαλάσσιο τμήμα (περ. 650.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού (Βόρειου Παγωμένου) ωκεανού, στις βόρειες ακτές της ασιατικής Ρωσίας. Έλαβε την ονομασία της από τους εξαδέλφους Χάριτον και Ντμίτρι Λάπτεφ, οι οποίοι εξερεύνησαν… …   Dictionary of Greek

  • Ρος — (Ross). Επώνυμο 2 Άγγλων εξερευνητών. 1. Τζέιμς (Λονδίνο 1800 – Έιλσμπερι 1862). Ήταν ένας από τους πιο τολμηρούς και τυχερούς εξερευνητές των πόλων και συνέβαλε πολύ στη γνώση του αρκτικού καναδικού αρχιπελάγους και της παράκτιας διαμόρφωσης της …   Dictionary of Greek

  • Σαιντ Λόρενς — (Saint Lawrence). Ποταμός της βόρειας Αμερικής, που συγκεντρώνει τα νερά ολόκληρης της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών και εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό (Κόλπος του Σαιντ Λόρενς). Ο ποταμός αποτελεί μαζί με τις πέντε μεγάλες βορειοαμερικανικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”